Εφαρμογή βασικών κανόνων
«Πρέπει να ορίσεις τους βασικούς κανόνες και μετά πρέπει απλά να τους επιβάλλεις με απόλυτη συνέπεια».
Αυτή η αρχή (του τύπου «πρέπει απλά να…» κ.λπ.) δίνει τη λανθασμένη εντύπωση ότι η διαχείριση της τάξης είναι πολύ απλή και σαφής υπόθεση. Οι περισσότεροι από τους πεπειραμένους εκπαιδευτικούς θα απαντήσουν ότι, στην πραγματικότητα, είναι πολύ δύσκολο να συμπεριφέρεσαι σε όλους τους μαθητές σε όλες τις τάξεις με απόλυτη συνέπεια (κάτι που δεν σημαίνει ότι δεν θα έπρεπε να προσπαθούμε να είμαστε όσο το δυνατόν πιο συνεπείς στον τρόπο με τον οποίο διαχειριζόμαστε τους μαθητές).
Ποιους βασικούς κανόνες θα πρέπει να προσπαθήσετε να εφαρμόσετε;
Ένας από τους προβληματισμούς που έχω ακούσει να εκφράζουν οι εκπαιδευτικοί αφορά το ποιους βασικούς κανόνες πρέπει να προσπαθήσουν να εφαρμόσουν. Υπάρχουν διαφορετικές σχολές σκέψης για αυτό το θέμα.
α) Στο βιβλίο του «You know the fair rule» και σε άλλες δημοσιεύσεις του, ο Bill Rogers υποστηρίζει ότι οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να προσπαθούν να διαπραγματεύονται και να συζητούν τους κανόνες της τάξης με τους μαθητές, βασισμένος στην πεποίθηση ότι, εάν οι μαθητές νιώθουν ότι έχουν μερίδιο ευθύνης ή δικαίωμα λόγου στον ορισμό των κανόνων, είναι πιο πιθανό να τους σεβαστούν.
β) Προς το άλλο άκρο κινείται ο Paul Dix (TES/tespro 7 September 2012: 8-9), ο οποίος δεν συνιστά το να ξεκινά κανείς με ένα μάθημα ορισμού κανόνων: «Μην ξεκινάτε με ένα μάθημα ορισμού κανόνων. Τα παιδιά θα σας περάσουν για πουριτανό και θα σας αγνοήσουν. Δεν θα συμβάλει καθόλου στη βελτίωση της συμπεριφοράς τους ούτε θα τους εμπνεύσει σεβασμό για εσάς. Δεν θα τους προσφέρει έμπνευση, δεν θα εξασφαλίσει τη συμμετοχή τους ή το ενδιαφέρον τους. Μπορείτε να συμφωνήσετε ως προς κάποιες καθημερινές δραστηριότητες καθώς προχωρά η σχολική χρονιά. Σας παρακαλώ, σας ικετεύω, μην τους πείτε “πώς θα είναι τα πράγματα” προτού τους δείξετε έστω και λίγο ποιος είστε». (παρεμπιπτόντως, πιστεύω ότι το άρθρο περιέχει γενικά πολλές καλές προτάσεις για το πώς να ξεκινήσει κανείς τη διδασκαλία σε μια τάξη).
γ) Μία ακόμα πολύ λογική πρόταση είναι ότι οι εκπαιδευτικοί πρέπει απλά να προσπαθήσουν να πείσουν τους μαθητές να συμμορφωθούν με τους κανόνες του σχολείου στο σύνολό τους –τα περισσότερα σχολεία έχουν ένα σύνολο βασικών κανόνων/προσδοκιών, που συχνά αναρτώνται στους τοίχους των αιθουσών (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι μαθητές τούς εφαρμόζουν με επιμέλεια και απόλυτη σταθερότητα– εξαρτάται από το σχολείο και, ως έναν βαθμό, από το είδος των μαθητών, καθώς ορισμένα σχολεία έχουν πολλούς δύσκολους μαθητές, περισσότερους από όσους τους αναλογούν).
δ) Μια άλλη σχολή σκέψης προτείνει οι κανόνες να είναι όσο το δυνατόν πιο σύντομοι και απλοί: Ο Roy Watson-Davies του Northgate School στο Ίπσγουιτς λέει στους μαθητές «να είστε χαλαροί, να συμπεριφέρεστε σωστά και να κάνετε ό,τι καλύτερο μπορείτε». Όριζα μόνο έναν κανόνα τον οποίο προσπαθούσα πολύ σκληρά να εφαρμόσω και ο οποίος ήταν ότι οι μαθητές δεν πρέπει να μιλούν ενόσω μιλώ εγώ (νομίζω ότι είναι η «λυδία λίθος» που επιβεβαιώνει αν ο εκπαιδευτικός έχει τον έλεγχο της τάξης ή όχι και είναι πολύ πιο εύκολο να χαλαρώσεις και να απολαύσεις τη διδασκαλία, αν μπορέσεις να φτάσεις σε αυτό το επίπεδο). Σε ορισμένα σχολεία και σε κάποιες τάξεις, αυτό το επίπεδο μπορεί να επιτευχθεί πολύ εύκολα, σε άλλα, όμως, μπορεί να είναι πολύ δύσκολο. Αποκαλούσα τον κανόνα αυτό «Κανόνα 47», που ήταν ο αριθμός της αίθουσας διδασκαλίας μου, αλλά ήταν ο μοναδικός κανόνας. Μου αρέσει πολύ να φαντάζομαι, ότι, παρόλο που έχουν περάσει περισσότερα από 25 χρόνια, κάθε μαθητής που δίδαξα θα θυμάται ποιος ήταν ο Κανόνας 47, καθώς ήταν αναπόσπαστο μέρος των καθημερινών μαθημάτων μου, αλλά μάλλον πρόκειται για αυταπάτη. Ένας συνάδελφός μου, ο οποίος ήταν πολύ καλός στη διαχείριση της συμπεριφοράς των μαθητών, συνήθιζε να μπαίνει στο πρώτο μάθημα με μια τάξη και να ζητά από οποιονδήποτε ήθελε να έχει προβλήματα να σηκώσει το χέρι του. Ήταν αποτελεσματικό στη δική του περίπτωση, αλλά δεν θα ήταν και στη δική μου – δεν θα είχα ούτε την αυτοπεποίθηση ούτε το παρουσιαστικό που θα καθιστούσε αυτή την κίνηση ρεαλιστική και εύλογη. Αυτό, ίσως, αποτελεί ένα επιχείρημα για το γεγονός ότι πρέπει να διαθέτετε μια στρατηγική που θα ταιριάζει με το ποιος είστε ως εκπαιδευτικός, με την προσωπικότητα και την ιδιοσυγκρασία σας.
Μια μάλλον σημαντικότερη ερώτηση: πώς θα επιχειρήσετε να εφαρμόσετε τους βασικούς κανόνες που επιλέξατε να ορίσετε;
Ο Joe Elliott (2009) προβάλει το πολύ σημαντικό επιχείρημα ότι δεν έχει σημασία ποια προσέγγιση ή στρατηγική θα επιλέξετε (για παράδειγμα: «Δεν χαμογελάμε πριν από τα Χριστούγεννα» ή «Να είστε φιλικοί και ευχάριστοι όταν μπαίνουν στην τάξη, να προσπαθείτε να δημιουργείτε καλές σχέσεις με τους μαθητές»). Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι πόσο επιδέξια εφαρμόζετε αυτό που προσπαθείτε να κάνετε. Αυτό εξαρτάται από τις ικανότητές σας στην παράδοση μαθήματος και στις διαπροσωπικές σχέσεις, την ευρηματικότητα, την πρωτοβουλία, την αντοχή και την αποφασιστικότητά σας, από την ικανότητά σας να χρησιμοποιείτε το σύστημα των συναδέλφων και του σχολείου. Επίσης, συνδέεται με τις συνολικές εκπαιδευτικές δεξιότητες (εάν κάποιος είναι πολύ καλός εκπαιδευτικός, από κάθε άποψη, οι μαθητές είναι πολύ πιθανότερο να ανταποκριθούν θετικά και να σεβαστούν οτιδήποτε προσπαθεί ο εκπαιδευτικός αυτός να πετύχει όσον αφορά τους «κανόνες»).
Το πρώτο σας «σενάριο» όσον αφορά την εξήγηση των κανόνων μπορεί να εκτελεστεί επιδέξια ή αδέξια, με σαφήνεια, συνοπτικά, με αληθοφανή και ενδιαφέρουσα διατύπωση ή ασυνάρτητα, με στόμφο, αυστηρότητα και όχι πειστικά. Είναι πολύ δύσκολη η ικανότητα συνδυασμού της ελαφρότητας με την ουσία, ενώ ο τρόπος παρουσίασης, οι εκφράσεις του προσώπου, ο τόνος της φωνής και η γλώσσα του σώματος αποτελούν όλα μέρη της εξίσωσης. Δεν είναι ζαβολιά να εξασκηθείτε στον τρόπο με τον οποίο σκέφτεστε να θίξετε το θέμα των κανόνων της τάξης.
Δεν είναι, όμως, μόνο αυτή η πρώτη παρέμβαση που έχει σημασία – όσο σημαντική και αν είναι ως περίσταση. Μεγάλη σημασία έχει το πόσο ικανοί και «ετοιμοπόλεμοι» είστε να διαχειριστείτε τις πρώτες περιπτώσεις στις οποίες οι μαθητές θα παραβιάσουν ή θα δοκιμάσουν τους κανόνες/τις προσδοκίες που έχετε ορίσει. Θα είναι πολύ χρήσιμο αν μπορέσετε να διαχειριστείτε αποτελεσματικά τις πρώτες περιπτώσεις· αποφασιστικά, ήρεμα, ατάραχα, αλλά μεταδίδοντας το μήνυμα ότι η εν λόγω παράβαση έχει γίνει αντιληπτή και αξιολογηθεί, ακόμα και αν πρόκειται απλά για ένα ευγενικό και χαλαρό, αλλά αποφασιστικό, αίτημα (σκεφτείτε, και σε αυτό το παράδειγμα, όλες τις δεξιότητες που απαιτούνται για να συνδυαστούν με τον καταλληλότερο τρόπο όλοι αυτοί οι παράγοντες) να σταματήσει ο μαθητής αυτό που κάνει.
Εξάλλου, όσον αφορά το επίπεδο ανταπόκρισης που είναι κατάλληλο για την εκάστοτε παράβαση, ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να χρησιμοποιήσει την κρίση του για διάφορες πτυχές. Μια ματιά που θα δείχνει ότι αυτό που συνέβη έγινε αντιληπτό, ένα σήκωμα του φρυδιού και οπτική επαφή για να δείξετε τη δυσαρέσκειά σας, παύση και έντονη ματιά για να δείξετε ότι περιμένετε να σταματήσει ο μαθητής να κάνει αυτό που προκαλεί το πρόβλημα (αυτό που ο Bill Rogers αποκαλεί «έλλειμμα», δηλαδή κάτι ελαφρύ, «Θα περιμένω πολύ ακόμα;»). Στη συνέχεια, ακολουθεί το πρώτο χαμηλών τόνων αλλά σαφές αίτημα να σταματήσει ο μαθητής να παραβιάζει τον κανόνα και, μετά, μια σειρά από προσεκτικά διατυπωμένες δηλώσεις, όπως «πήρες κίτρινη κάρτα» ή «πρόσεξε τις επιλογές σου» ή ακόμα και «πρώτο λάθος» και γράψιμο του ονόματος στον πίνακα (χωρίς φωνές, χωρίς να γίνει μεγάλο θέμα ή να πάρει δραματικές διαστάσεις, με γρήγορες κινήσεις και χαλαρό τρόπο). Εάν εργάζεστε σε σχολείο όπου η τρίτη προειδοποίηση σημαίνει ότι θα ακολουθήσει κάτι σοβαρό, είναι πολύ σημαντικό οι μαθητές να μην έχουν την εντύπωση ότι διστάζετε να δώσετε την τρίτη προειδοποίηση – ότι «φοβάστε να το τραβήξετε τόσο». Κάποια διόλου ασυνήθιστα λάθη από πλευράς ασκούμενων εκπαιδευτικών είναι ότι δεν αντιδρούν γρήγορα στις πρώτες, χαμηλού επιπέδου παραβιάσεις, με αποτέλεσμα τα περιστατικά να πολλαπλασιάζονται και να κλιμακώνονται, καθιστώντας δύσκολο το να μην δράσουν αυθαίρετα όταν ο μαθητής, τελικά και με καθυστερήσεις, αποφασίσει να κάνει κάτι, καθώς και η διστακτικότητα να χρησιμοποιήσουν το σχολικό σύστημα (και συγκεκριμένα το «τρίτο βήμα» που έχει σοβαρές συνέπειες), γιατί πιστεύουν ότι κάτι τέτοιο υποδεικνύει κατά κάποιον τρόπο αδυναμία αντιμετώπισης της συμπεριφοράς ή απλώς αναποφασιστικότητα (δεν είναι πολύ λόγιος όρος, αλλά οι εκπαιδευτικοί χρησιμοποιούν το ρήμα «κοτεύω») ή επειδή πιστεύουν ότι οι μαθητές θα αρχίσουν να τους αντιπαθούν (υπάρχει ένας βαθμός τραγικής ειρωνείας σε αυτή τη σκέψη, καθώς το να«θέλουν να γίνουν αρεστοί» είναι το είδος του χαρακτηριστικού που προδιαθέτει πολλούς μαθητές να χάσουν τον σεβασμό τους προς τον εκπαιδευτικό ή ακόμα και να τον μισήσουν). Οι μαθητές συνήθως αντιλαμβάνονται πολύ εύκολα τα σημάδια που υποδεικνύουν «με τι σόι εκπαιδευτικό» έχουν να κάνουν και να διακρίνουν με ποιους εκπαιδευτικούς μπορούν να παραφέρονται και σε ποιους θα συμπεριφέρονται σωστά. Και πάλι, οι απαντήσεις των μαθητών δεν καθορίζονται απόλυτα από τις δεξιότητες που έχει ο εκπαιδευτικός να διαχειρίζεται τη συμπεριφορά τους, αλλά συνδέονται με το βαθμό σεβασμού που έχουν για άλλες πτυχές των επαγγελματικών δεξιοτήτων του εκπαιδευτικού και με την απόδοσή του – με το αν είναι καλή η παράδοση και η υποβολή ερωτήσεων του εκπαιδευτικού, εάν το μάθημα είναι καλά σχεδιασμένο, εάν υπάρχουν έστω κάποια μικρά κομμάτια του μαθήματος που είναι λίγο ενδιαφέροντα, εάν ο εκπαιδευτικός έχει καταφέρει να έχει στη διάθεσή του κάποιους κατάλληλους πόρους κ.λπ. (για πιο ανεπτυγμένη εξήγηση αυτών των σημείων, βλ. Elliott, 2009).
Ακόμα κι αυτό δεν είναι ο τελευταίος παράγοντας που καθορίζει τον βαθμό στο οποίο οι μαθητές θα συμμορφωθούν με τους βασικούς κανόνες του εκπαιδευτικού. Το σημαντικότερο είναι μάλλον η συνεχής (αλλά επιδέξια) ενίσχυση και υπενθύμιση των βασικών κανόνων και η επιμελής παρακολούθηση των περιστατικών, τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και με τη χρήση των σχολικών συστημάτων, με τη συμμετοχή των υπευθύνων εκπαιδευτικού έτους, των επιβλεπόντων εκπαιδευτικών, των γονέων, προκειμένου να αποθαρρύνονται οι μαθητές όσον αφορά την παραβίαση των κανόνων. Εν μέρει, έχει να κάνει με την ικανότητα του εκπαιδευτικού να κάνει ό,τι μπορεί με ηρεμία, νηφαλιότητα και αποφασιστικότητα, προκειμένου να πείσει τον μαθητή ότι θα ήταν ευκολότερο να σεβαστεί στο μέλλον τους κανόνες. Σε συνεντεύξεις με περισσότερους από εκατό εκπαιδευτικούς, πολλοί από αυτούς υπογράμμισαν το γεγονός ότι συχνά απαιτείται αρκετός χρόνος, υπομονή και προσπάθεια για να πετύχουν τα πρότυπα συμπεριφοράς που επιθυμούν (Haydn, 2012). Φυσικά, το κατά πόσο είναι εύκολο αυτό εξαρτάται εν μέρει από το πόσο αποτελεσματικά αλληλοϋποστηρίζονται οι συνάδελφοι, πόσο καλά είναι τα σχολικά συστήματα και πόση υποστήριξη λαμβάνεται από τους γονείς.
Έχω συνεργαστεί με εκπαιδευτικούς που έχουν καταφέρει με εξαιρετικό τρόπο να κάνουν τους μαθητές να αφομοιώνουν τα πρότυπα συμπεριφοράς που θα ήθελαν να επικρατούν στις τάξεις τους, στον βαθμό που οι νόρμες και οι συνήθειες της τάξης έχουν σφραγιστεί τόσο ανεξίτηλα στη συνείδηση των μαθητών ώστε συμμορφώνονται με τους κανόνες χωρίς δεύτερη σκέψη. Συνήθως, κάτι τέτοιο απαιτεί χρόνο και υψηλού επιπέδου εκπαιδευτικές δεξιότητες, αλλά κάνει τη διδασκαλία μια απολαυστική δραστηριότητα, εφόσον έχουν επιτευχθεί αυτά τα επίπεδα ελέγχου.